- ἐπιπνίγω
- заглушать.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
επιπνίγω — ἐπιπνίγω (Α) πνίγω, στραγγαλίζω («αἱ ἄκανθαι ἐπέπνιξαν αὐτό», ΚΔ) … Dictionary of Greek
ՀԵՂՁՈՒՑԱՆԵՄ — (ձուցի, ձո՛ ձուցեալ.) NBH 2 0084 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c ն. πνίγω, ἑπιπνίγω, ἁποπνίγω, συμπνίγω suffoco. Տալ հեղձնուլ. հեղձանել. խեղդել. ընկղմել. հեղձամղձուկ առնել. խղդել. *Մովսէս՝ զի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)